- ορσελάνη
- η, Ν1. λευκό ορυκτό από ένυδρο πυριτικό αργίλιο, από το οποίο κατασκευάζονται πολυτελή κεραμευτικά είδη2. σκεύος από πορσελάνη3. φρ. «συνθετική πορσελάνη» — ουσία για προθετικές οδοντιατρικές εργασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. porcellana με παλαιότ. σημ. «κοχύλι» λόγω τής στιλπνής επιφάνειας τού ορυκτού].
Dictionary of Greek. 2013.